επισκύνιον

επισκύνιον
ἐπισκύνιον, τό (AM)
το δέρμα τού μετώπου πάνω από τα φρύδια
αρχ.
1. υπερηφάνεια, αλαζονεία
2. σεμνότητα, σοβαρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *επι-σκύνιος, όπου το θέμα -σκυν- συνδέεται με αρχ. ινδ. sku-nā-ti «καλύπτει». Το απλό σκυνια «φρύδια» είναι σπάνιος και μτγν. τ. που προέρχεται από το σύνθετο επισκύνιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπισκύνιον — skin of the brows neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκυνίοιο — ἐπισκύνιον skin of the brows neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκυνίοις — ἐπισκύνιον skin of the brows neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκυνίοισι — ἐπισκύνιον skin of the brows neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκυνίοισιν — ἐπισκύνιον skin of the brows neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκυνίου — ἐπισκύνιον skin of the brows neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκυνίων — ἐπισκύνιον skin of the brows neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκυνίῳ — ἐπισκύνιον skin of the brows neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκύνια — ἐπισκύνιον skin of the brows neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”